γυλιαύχην

γυλιαύχην
γυλιαύχην (-ενος), ο, η (Α)
μακρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυλιός «επιμήκης σάκος με στενό στόμιο» + αυχήν (-ένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυλιαύχενας — γυλιαύχην long necked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”